- ασυνείδητος
- η , ο1) бессовестный; 2) бессознательный, неосознанный, безотчётный; 3) несознательный (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσυνείδητος — not privy to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυνείδητος — η, ο (AM ἀσυνείδητος, ον) το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον) η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες,… … Dictionary of Greek
ασυνείδητος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, ο πωρωμένος: Ως επαγγελματίας ήταν ασυνείδητος. 2. (για πράξεις), αυτός που δε γίνεται ευσυνείδητα, άδικος, κακοήθης: Σε μερικά βιοτεχνικά εργαστήρια γίνεται ασυνείδητη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυνειδήτως — ἀσυνείδητος not privy to adverbial ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνείδητον — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc sg ἀσυνείδητος not privy to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνειδήτου — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνειδήτους — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνείδητε — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… … Dictionary of Greek
αδροπετσιάζω — [αδρόπετσος] (στην Κρήτη) 1. γίνομαι τραχύς στην επιδερμίδα, χοντροπετσιάζω 2. γίνομαι ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος … Dictionary of Greek